ΔΕΞΙΟΤΗΤΕΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
ΜΕ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ ΜΑΣ
[1]
εισήγηση
σε γονείς-παιδαγωγούς εφήβων
Στέφανου
Χρ. Κουμαρόπουλου
Θεολόγου Καθηγητού
Διδάκτορος Πανεπιστημίου Αθηνών
με ειδίκευσησε θέματα ψυχοπαιδαγωγικής συμβουλευτικής
Υπευθύνου Συμβουλευτικού Σταθμού Νέων Δ΄ Αθήνας
Στάση ζωής
Οι
δεξιότητες επικοινωνίας είναι ικανότητες και τρόποι συμπεριφοράς που μας
βοηθούν σε μια πιο καλή σχέση με τα πιο πολύτιμα όντα στη ζωή μας, τα
παιδιά μας. Αντίθετα η έλλειψη τους δημιουργεί χάσμα, μεταξύ γονέων –
παιδιών, παιδαγωγών-μαθητών, που στα χρόνια της εφηβείας και της πρώτης
νεότητας εκδηλώνεται και ως χάσμα γενεών. Πολλές φορές οι γονείς
αναρωτιούνται πώς τα καλά, υπάκουα και φιλότιμα παιδιά που είχαν δεν τα
αναγνωρίζουν πια. Δεν επικοινωνούν καθόλου μαζί τους με αποτέλεσμα να
γεμίζουν οι ίδιοι με άγχος και να αντιδρούν επιθετικά προς τους νέους.
Αυτό όμως έχει αντίθετα αποτελέσματα, δηλαδή την σταδιακή αποξένωσή τους
από τους νέους.
Οι
δεξιότητες επικοινωνίας δεν πρέπει να εκληφθούν ως κάποιες τεχνικές, σαν
αυτές που χρησιμοποιούν οι έμποροι και οι διαφημιστές, προκειμένου να
κάνουν πιο πειστικό το εμπόρευμα ή την υπηρεσία που προσφέρουν. Δεν
είναι ένας μηχανισμός για να πείθουν οι γονείς και οι πνευματικοί
σύμβουλοι τους νέους ότι οι δικές τους απόψεις και αντιλήψεις έχουν
πάντα δίκιο. Για τους παιδαγωγούς και τους γονείς ειδικά οι δεξιότητες
επικοινωνίας είναι κάτι περισσότερο είναι στάση ζωής. Το παιδί
μας, που είναι παιδί του Θεού και δεν μας ανήκει (γι’ αυτό προσοχή στο
μας) είναι ένα κατ’ εικόνα δημιουργηθέν μοναδικό πρόσωπο που είναι
καλεσμένο για την αιωνιότητα. Γι’ αυτό και αξίζει μια άλλη στάση. Αυτή
του σεβασμού και της ειλικρινούς επικοινωνίας.
Τι
είναι όμως αυτό που λέμε στάση ζωής. Θα το ορίσω δίνοντας ένα απλό
παράδειγμα. Θέλει π.χ. ένας γονιός να διδάξει στο παιδί του το σεβασμό
στους συνανθρώπους. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να μεταδώσει τις αξίες του
σεβασμού, του συνανθρώπου, της αλληλοκατανόησης, της συγχωρητικότητας,
της αγάπης των άλλων αν πρώτα ο ίδιος δεν το δείξει έμπρακτα και όχι
μόνο με λόγια στα παιδιά του; Να λοιπόν γιατί επιμένω να χαρακτηρίζω
στάση ζωής τις δεξιότητες και όχι απλώς «τεχνικές».
Οι δεξιότητες
επικοινωνίας είναι τέχνη, αλλά τέχνη αγάπης προς τους αξιοσέβαστους
νέους μας.
Αυτή η τέχνη της αγάπης, δηλαδή όπως έλεγε και ο Μ. Βασίλειος, το να
«ζητάμε να μάθουμε πώς να αγαπάμε»,
είναι έργο ζωής, όπως και ο πνευματικός μας αγώνας. Είναι μια συνεχής
διαδικασία αυτογνωσίας, άσκησης «δια βίου». Η βελτίωση μας σ’ αυτή την
τέχνη είναι συνεχής και χωρίς τέλος.
Ας
ομολογήσουμε όλοι ότι χρειάζεται να γίνουμε καλύτεροι παιδαγωγοί.
Χρειάζεται να σκύψουμε περισσότερο στα ενδιαφέροντα, τα συναισθήματα, τα
προβλήματα και τις απόψεις των παιδιών κυρίως όμως των εφήβων μας.
Ιδιαίτερα στο μεταβατικό στάδιο της εφηβείας, ο ενήλικας σύμβουλος
(πνευματικός, γονιός, εκπαιδευτικός) πρέπει να είναι οπλισμένος με
περισσή υπομονή και ψυχραιμία. Η εφηβεία είναι μια περίοδος εσωτερικού
αναβρασμού και συναισθηματικής αναστάτωσης. Η συναισθηματική ζωή του
εφήβου κυμαίνεται μεταξύ υπερδιέγερσης και λήθαργου, πάθους και
αδιαφορίας, χαράς και κατήφειας, φιλίας και εχθρότητας, ευφορίας και
μελαγχολίας.
Η
καθοδήγηση ασφαλώς χρειάζεται εκ μέρους των πνευματικών, γονιών και
παιδαγωγών για την αντιμετώπιση των εφηβικών μεταπτώσεων. Οι έφηβοι
χρειάζονται τους ενήλικες συμβούλους ως τους ώριμους που είναι πιο κοντά
τους αλλά στο χρόνο και με τον τρόπο που αυτοί θέλουν. Τόσο η
αδιαφορία όσο και η συνεχής παρέμβαση τους (η υπερπροστατευτικότητα)
είναι στάσεις που πρέπει να αποφεύγονται. Αυτό γιατί και η συνεχής
παρέμβαση κουράζει, εκνευρίζει και δεν ωφελεί τον έφηβο. Οι συμβουλές
και οι καθοδηγήσεις των ενηλίκων οφείλουν να γίνονται με διακριτικότητα
και απόλυτο σεβασμό της ελευθερίας των εφήβων. Ακόμη με μεγαλύτερη
λεπτότητα οφείλουν πνευματικοί, κατηχητές, γονείς και παιδαγωγοί να
ενσταλάξουν την «παραμυθία» της πίστεως μας στην ταραγμένη εφηβική ψυχή.
Κάποτε σ’ αυτή τη διαδικασία
της επικοινωνίας πρέπει να εξαντλήσει ο γονιός τα αποθέματα της υπομονής
του και να βρει το κουράγιο να κάνει ακόμη και χιούμορ. Αξιομίμητο
παράδειγμα για όλους μας ο Γέροντας Παΐσιος
που σε μια συνάντηση με νέους επιστράτευσε ψυχραιμία, φαντασία και το
χιούμορ.
«Είχαν έρθει στο Καλύβι
μερικά παιδιά από μια χριστιανική οργάνωση και φώναζαν με αυτοπεποίθηση:
«Δεν έχουμε ανάγκη από κανέναν, θα βρούμε μόνοι μας τον δρόμο μας!»
Ποιος ξέρει; Θα είχαν ζορισθεί και είχαν κατά κάποιο τρόπο
επαναστατήσει. Όταν ήταν να φύγουν, με ρώτησαν πώς να κατέβουν το
δημόσιο, για να πάρουν το δρόμο για την Μονή Ιβήρων. «Από πού θα πάμε;»
λένε. «Καλά, βρε παιδιά τους λέω, εσείς είπατε ότι θα τον βρείτε μόνοι
σας δεν έχετε κανέναν ανάγκη. Έτσι δεν είπατε προηγουμένως; Τουλάχιστον
αυτόν τον δρόμο αν τον χάσετε λίγο θα ταλαιπωρηθείτε, κάποιον θα βρείτε
παρακάτω να σας πει…Τον άλλο το δρόμο για πάνω για τον Ουρανό, πώς θα
τον βρείτε μόνοι σας χωρίς οδηγό;» Ο ένας από αυτούς είπε: «Σαν να ‘χει
δίκιο ο Γέροντας».
Το
υπόβαθρο βέβαια αυτής της συμπεριφοράς δεν ήταν παρά μια στάση ζωής που
σέβεται το πρόσωπο του άλλου και είναι πρόθυμο να δικαιολογήσει και την
πιο ακραία και προκλητική συμπεριφορά απέναντι του. Η στάση ζωής αυτή
για τον παιδαγωγό σημαίνει να σκύψουμε πραγματικά στα παιδιά μας
προκειμένου, όπως παραπάνω ο Γέροντας Παΐσιος
να αφουγκρασθούμε τα βαθύτερα κίνητρα της συμπεριφοράς τους.
επιστροφή στα περιεχόμενα
Συνήθη επικοινωνιακά
λάθη των γονιών-παιδαγωγών
§
Οι υπερβολικές
προσταγές που συνηθίζουμε να δίνουμε:
- Σου είπα να μη ρωτάς γιατί
να κάνω το ένα και γιατί το άλλο. Μόνο «μάλιστα» και «αμέσως θα το κάνω»
θέλω να ακούω.
·
Η τάση να
ελέγχουμε δημόσια και επανειλημμένα το παιδί μας:
- Να μου ζητήσεις συγνώμη για
τη συμπεριφορά σου και μπροστά στον κόσμο.
·
Η τάση να
εκλογικεύουμε όλα όσα λέμε, κάνοντας γενικεύσεις:
- Εγώ σε είχα προειδοποιήσει
εγκαίρως αλλά εσύ δεν θέλεις να δεις λογικά την πραγματικότητα, ζεις
στον κόσμο σου. Να ξέρεις ότι οι γονείς έχουν πάντα δίκιο.
·
Οι κατευθύνσεις
και οι αφοριστικές συμβουλές που δίνουμε:
- Εγώ αν ήμουν στη θέση σου
θα ενεργούσα μ’ αυτόν τον τρόπο… Κοίταξε να με ακούσεις τι ακριβώς θα
κάνεις γιατί εσύ θα χάσεις… η πείρα μου έχει διδάξει πολλά.
·
Ο δήθεν έπαινος
και η έμμεση αυτοπροβολή ή εξυπηρέτησή μας:
- Συγχαρητήρια που πήγες
καλά. Είσαι καταπληκτικός αυτό βέβαια το αποτέλεσμα οφείλεται στη δική
μου βοήθεια και τη δουλειά που κάναμε όλη τη χρονιά.
- Είστε τα καλύτερα παιδιά
του κόσμου και ξέρω ότι τώρα που θα σας ζητήσω να με βοηθήσετε στο
καθάρισμα θα το κάνετε πρόθυμα.
·
Η τάση να
δίνουμε ψυχολογικές ερμηνείες στη συμπεριφορά των νέων:
- Είσαι κομπλεξικός γι’ αυτό
συνεχώς προκαλείς με τη συμπεριφορά σου.
·
Ο σαρκασμός η
απόρριψη και η γελοιοποίηση:
- Είσαι ανόητος, δεν
καταλαβαίνεις ούτε τα στοιχειώδη.
·
Η προσπάθεια να
αγνοήσουμε προβλήματα που μας θέτουν οι νέοι χωρίς καν να ακούσουμε το
πρόβλημα και τα παράπονα τους:
- Αυτά που παρουσιάζεις ως
πρόβλημα δεν είναι τίποτα, η γενιά μας είχε σοβαρά προβλήματα. Να σου πω
εγώ για δυσκολίες που έζησα τότε που εγώ ήμουν μαθητής…
επιστροφή στα περιεχόμενα
Μια πρόταση: Η χρήση
του πρώτου προσώπου
Η έκφραση κάποιων αρνητικών
συναισθημάτων μας προς τα παιδιά και τους νέους μας πολλές φορές γίνεται
στο δεύτερο (ενικό ή πληθυντικό) πρόσωπο. Μ’ αυτό τον τρόπο αντί να
πούμε πώς αισθανόμαστε εμείς για μια κατάσταση ανεπιθύμητη που
δημιουργήθηκε, καταφεύγουμε στην επίθεση απέναντι στο παιδί, στην
κατηγορία, την κριτική, την απειλή κ.α. Ένας πιο αποτελεσματικός τρόπος
επικοινωνίας είναι να εκφράζουμε στον άλλον τα συναισθήματα μας και πώς
νιώσαμε δίνοντας στον άλλον ένα μήνυμα σε πρώτο πρόσωπο, δηλαδή ένα
μήνυμα «εγώ». Π.χ. Κάποιος έφηβος μας παίζει με τον υπολογιστή του και
μαλώνει με τον αδελφό του τη στιγμή που η μητέρα περιμένει κόσμο και
τακτοποιεί το σπίτι.
Α) Περίπτωση η μητέρα:
- Δεν σέβεσαι κανέναν και
είσαι απαράδεκτος. Την ώρα που εγώ κουράζομαι γιατί περιμένω επισκέψεις
αντί να έλθεις να με βοηθήσεις εσύ παίζεις αδιάφορα και μάλιστα μαλώνεις
και με τον αδελφό σου. Είσαι αναιδής και αχάριστος.
Πρόταση:
Αν αναφερθεί σε πρώτο πρόσωπο
στο ίδιο περιστατικό θα δώσει πληροφορίες στο παιδί της σχετικά με το
πώς αισθάνθηκε τη δεδομένη στιγμή και πώς ένιωσε από τη συμπεριφορά τη
συγκεκριμένη στιγμή αποφεύγοντας τις κρίσεις για το χαρακτήρα του. Μ’
αυτόν τον τρόπο τον θέτει προ των ευθυνών του με έμμεσο και μη ελεγκτικό
τρόπο.
Β) Περίπτωση η μητέρα:
- Όταν είμαι αγχωμένη,
περιμένω επισκέψεις και δεν έχω τη βοήθεια σου αλλά έχω τη φασαρία αυτή
νιώθω απαίσια και επειδή αισθάνομαι ότι δε συμμερίζεσαι τον κόπο μου και
επειδή δεν μπορώ μετά από αυτό να συγκεντρωθώ στις δουλειές μου.
Καλό βέβαια είναι όταν
δίνουμε μήνυμα σε πρώτο πρόσωπο και ο τόνος της φωνής μας να μην
περιέχει επιθετικότητα, γιατί το αποτέλεσμα μπορεί να είναι το ίδιο με
την περίπτωση που δίνουμε μήνυμα σε δεύτερο πρόσωπο κατηγορώντας,
κρίνοντας ή απειλώντας τα παιδιά μας.
Περισσότερα για το θέμα βλ. στο άρθρο του:
Γιώργου Κλεφτάρα (1997). Η διαπροσωπική σχέση ως
θεμελιώδης έννοια στη διαδικασία της εκπαίδευσης: Πρακτικές προσεγγίσεις
και τεχνικές βελτίωσής της. Στο συλλογικό τόμο Ατομικές διαφορές
μαθητών και εναλλακτικές ψυχοπαιδαγωγικές προσεγγίσεις, Μ. Πουρκός (Επιμ.
Έκδ.), (σ. 275-302). Αθήνα: Gutenberg.
(δείτε το άρθρο)
επιστροφή στα περιεχόμενα
Στάση υποδοχής
Αρωγός στην προσπάθεια μας για καλύτερη επικοινωνία με τους νέους μπορεί
να σταθεί μια συμπεριφορά που οι ψυχολόγοι την ονομάζουν στάση υποδοχής
και η ορθόδοξη πατερική συμβουλευτική μας παράδοση στάση φιλοξενίας.
Η στάση αυτή έχει σκοπό να
δίνει στο παιδί τη δυνατότητα ή καλύτερα την ενθάρρυνση να μιλήσει πιο
ελεύθερα. Είναι βασική ικανότητα με 3 επιμέρους στάσεις: α) Την
οπτική επαφή: Ο παιδαγωγός και ειδικότερα ο γονιός πρέπει να
κοιτάζει κατά πρόσωπο το συνομιλητή-παιδί του να μην κάνει «διαλείμματα
οπτικής επαφής», γιατί στην αντίθετη περίπτωση του δίνει το μήνυμα ότι
δεν τον παρακολουθεί. Άλλωστε η βλεμματική επαφή είναι αναγκαία γιατί
μέσα από αυτήν την παρατήρηση της συμπεριφοράς του παιδιού του λαμβάνει
κάθε γονιός πολύτιμες άμεσες πληροφορίες. Το βλέμμα μας κατά τη διάρκεια
της επικοινωνίας μας πρέπει να έχει οικειότητα, να είναι χαλαρό με
χαμόγελο, με συγκατάβαση. Να ενθαρρύνει για ανοικτή συζήτηση.
επιστροφή στα περιεχόμενα
Στάση υποδοχής σημαίνει να
αποδέχομαι το παιδί μου γι’ αυτό που είναι (αδιάφορος, μέτριος ή κακός
μαθητής, αμφισβητίας, ταραξίας, ακατάστατος, κ.α.), να προσπαθώ να
κατανοήσω την ιδιαιτερότητα του και να του δείχνω φανερά ότι τον σέβομαι
ως προσωπικότητα.
Η Παραβολή του Ασώτου υιού (Κατά Λουκάν 15, 11-32), ειδικότερα για τους
πνευματικούς, γονείς και δασκάλους προσφέρει μοναδικό πρότυπο θετικής
επικοινωνίας με τους νέους. Έχουμε έναν Πατέρα-Παιδαγωγό που σε
κάθε στιγμή της ιστορίας διακρίνεται για την «στάση υποδοχής» και αγάπης
προς τα δυο παιδιά του, με τα οποία συνεχώς επικοινωνεί και τα
καθοδηγεί, χωρίς όμως να έχει καταπιεστική ή υπερπροστατευτική
συμπεριφορά. Δεν επιβάλει την παραμονή στον μικρότερο γιο, ενώ ξέρει ότι
είναι λάθος η απόφαση του και ότι θέτει τον εαυτό του σε μεγάλο κίνδυνο.
Η μεγάλη του αγάπη δεν τον αφήνει να γίνει υπερπροστατευτικός. Ο
σεβασμός της ελευθερίας του παιδιού του τον κάνει όχι απλώς να δεχθεί
την αποχώρηση αλλά και να την ευλογήσει δίνοντας του το ανάλογο μερίδιο.
Με αυτό τον τρόπο πρέπει να ενεργεί και ένας πνευματικός σύμβουλος, ο
οποίος τελικά είναι αυτός που βοηθάει στη λήψη των αποφάσεων (αν του
ζητηθεί) και όχι αυτός που επιβάλλει κάποιες αποφάσεις.
Ο φιλεύσπλαχνος Πατέρας της παραβολής ως έμπειρος και σοφός, άφησε τον
χρόνο να συνετίσει τον μικρότερο γιο, ώστε να έρθει στον εαυτό του και ο
ίδιος πάλι με δική του πρωτοβουλία να ζητήσει τη βοήθεια του Πατέρα. Η
επικοινωνία του γονιού εργάζεται σε βάθος χρόνου και με προοπτικές, ενώ
πάντα αφήνει την πρωτοβουλία για επικοινωνία στο παιδί όταν αυτό
ενηλικιωθεί.
Εκείνο που αποτελεί εγγύηση για τη συμπεριφορά του Πατέρα είναι ο τρόπος
που φέρεται γενικά στους κατώτερους του (εργάτες του). Ο γονιός, ο
πνευματικός, ο παιδαγωγός που συμπεριφέρεται με αξιοπρέπεια και σεβασμό
σε όλους (ακόμη και σ’ αυτούς που έχουν αλλόκοτη συμπεριφορά ή πολύ
χαμηλές επιδόσεις) είναι ο καταλληλότερος γι’ αυτό το ρόλο και είναι
σίγουρο τα παιδιά κοντά του για ατομική επικοινωνία αλλά και καθοδήγηση.
Στη συγκεκριμένη ιστορία έχουμε τον Πατέρα (παραιτούμενος από κάθε
έννοια αυθεντίας) διαλέγεται ακόμη και εκεί που δεν υπάρχει αγάπη και
εκεί ακόμη που περισσεύει η αναίδεια.
Ο επικοινωνιακός γονιός-παιδαγωγός πρέπει να κατεβεί από το ύψος της
αυθεντίας ή της εξουσίας του και να δείξει μεγάλη ανοχή ακόμη και στο
παιδί που φέρεται με αναίδεια, ώστε να του επιτρέψει εκείνο να σκύψει
στο πρόβλημα του.
Ο μεγαλύτερος αδελφός που επαναστατεί και αυτός με τη σειρά του και
χρησιμοποιεί απρεπείς εκφράσεις φαίνεται έμμεσα να επικρίνει αυστηρά τον
Πατέρα. Με παιδαγωγικό τακτ και με ψυχραιμία
προσπαθεί να βάλλει στη θέση του και τον μεγαλύτερο αδελφό. Ξεκινάει από
τον έπαινο («παιδί μου εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου») και αφού τον
διαβεβαιώσει ότι η αγάπη του προς αυτόν δεν κινδυνεύει, όπως και τα
δικαιώματα του, με παιδαγωγική επιδεξιότητα διατυπώνει έναν έμμεσο
έλεγχο: «έπρεπε όμως να ευφρανθούμε και να χαρούμε…»
επιστροφή στα περιεχόμενα
Η χρήση του επαίνου
Επικοινωνιακά ο σπλαχνικός
Πατέρας της παραβολής ακολουθεί τα εξής βήματα: έπαινος, εκδήλωση
αγάπης, απομάκρυνση συναισθημάτων ανασφάλειας, επίκληση αδελφικών
αισθημάτων. Όλα αυτά τα βήματα είναι απαραίτητα και σε μια οποιαδήποτε
διαδικασία επικοινωνίας με επαναστατημένους και οργισμένους εφήβους της
εποχής μας.
Πολύ μεγάλη ειδικά
αποτελεσματικότητα έχουν οι έπαινοι
σε μια τέτοια συνάντηση. Ας ακούσουμε τον Άγιο Ισαάκ το Σύρο τον
«ξενοδόχο της ερήμου», όπως τον έχουν αποκαλέσει, να μας διδάσκει τη
χρήση του επαίνου και της «στάσης υποδοχής» στην «τέχνη» της
επικοινωνίας:
«Ανάγκασε τον εαυτό σου, όταν
συναντήσεις τον πλησίον σου να τον τιμήσεις πιο πολύ από ό,τι του
αξίζει. Φίλησε τα χέρια του και τα πόδια του και κράτησέ τα πολλές φορές
με πολλή τιμή και επαίνεσε τον ακόμη και για αρετές που δεν έχει. Και
όταν χωρισθείς από αυτόν λέγε γι’ αυτόν ό,τι καλό και τίμιο υπάρχει.
Γιατί με αυτούς σου τους τρόπους τον προσελκύεις στο καλό (τον ρίχνεις
στο φιλότιμο), και τον αναγκάζεις να ντρέπεται από την προσφώνηση που
του απεύθυνες και σπείρεις στην ψυχή του σπέρματα αρετής.
Με τέτοιους καλούς τρόπους…
αν αυτός έχει κάποια ελαττώματα, τιμώμενος από σένα δέχεται εύκολα την
θεραπεία από σένα ντρεπόμενος για την τιμή που του πρόσφερες. Αυτόν τον
τρόπο να ακολουθείς πάντοτε, το να γλυκοχαιρετάς και να τους τιμάς όλους
και να μην θυμώσεις κανένα. Ακόμη να μην αποστραφείς κανένα ούτε για την
πίστη ούτε για τα αρνητικά του έργα. Να φυλάγεσαι, ώστε να μην
κατηγορήσεις ή να ελέγξεις κάποιον για τα παραπτώματα του, γιατί έχουμε
απροσωπόληπτο κριτή στους ουρανούς.»
επιστροφή στα περιεχόμενα
Συμπεράσματα
Για
να μπορέσουμε να γίνουμε παιδαγωγοί για τα παιδιά και τους εφήβους μας
θα πρέπει πρώτα να φροντίσουμε να αποκτήσουμε μια γνήσια σχέση μαζί
τους. Φοβάμαι δυστυχώς ότι πολλές φορές η επικοινωνιακή σχέση γονιού,
παιδαγωγού με τους νέους είναι μια ανεκμετάλλευτη σχέση. Για να γίνει
μια ουσιαστική η επικοινωνία μας με τους νέους της εποχής μας πρέπει να
ακολουθεί το πρότυπο της συμβουλευτικής του Κυρίου. Το κοίταγμα με «την
ψυχή στο βλέμμα»
είναι το βλέμμα του Ιησού όταν κοίταζε κατά πρόσωπο («ενέβλεπε» τους
μαθητές του) ή όταν έβλεπε τους όχλους (Ματθ. 9,36). Είναι το βλέμμα που
δεν είναι αδιάφορο, ψυχρό, άψυχο αλλά προέρχεται μέσα από τα σωθικά μας.
Θωπεύει τους γύρω μας δίνει ελπίδα σ’ αυτούς που δεν έχουν, διώχνει το
φόβο από τις καρδιές τους. Ο Χριστός δεν έδινε συμβουλές στερεότυπες. Οι
απαντήσεις των γονιών και των συμβούλων δεν πρέπει να είναι
στερεοτυπικές αλλά εξατομικευμένες.
Στη
σχέση αυτή υπάρχει αμφίδρομη ωφέλεια: Και οι συμβουλευόμενοι, δηλαδή τα
παιδιά, με τη σειρά τους και με τον τρόπο τους συμβουλεύουν τους
παιδαγωγού και τους γονείς τους αρκεί να υπάρχει ταπείνωση. Εκπαιδεύουν
σε καταστάσεις και σε εμπειρίες τους μεγαλυτέρους τους, που ποτέ μέσα
από τη θεωρητική κατάρτιση δε θα αποκτούσαν. Η Στάση ζωής του
πνευματικού συμβούλου οφείλει να τον οδηγήσει στο να έχει ευήκοον ους
και στα δικά του λεγόμενα και στο πώς ενδεχομένως να ακουσθούν από το
νέο.
Θα
πρέπει παράλληλα να παραπέμπουμε και σε άλλους, γιατί δεν πρέπει π.χ. οι
γονείς να έχουμε αυτάρκεια ως παιδαγωγοί. Οι διακριτικοί πνευματικοί, οι
ώριμοι κατηχητές, οι άξιοι δάσκαλοι και καθηγητές θα πρέπει να είναι
αυτοί στους οποίους θα παραπέμπουμε τα παιδιά μας, όταν διαπιστώνουμε
ότι δεν επαρκούμε ως γονείς. Ως πνευματικοί σύμβουλοι όλοι όμως θα
πρέπει να αφηνόμαστε και στη Χάρη του Θεού που «θεραπεύει τα ασθενή και
αναπληρώνει τα ελλείποντα». Η ύπαρξη ασθενών και ελλειπόντων σ’ αυτή τη
σχέση δε μειώνει τους παιδαγωγούς. Η επίκληση της Θείας βοηθείας θα
βοηθήσει τον πνευματικό οδηγό και το γονιό του 21ου αιώνα να
αντέξει και να μη φοβηθεί το φορτίο ευθύνης προς τους νέους μας. «Ο
Κύριος βοηθός! Ο Κύριος εμοί βοηθός και τίνα φοβηθήσομαι!» .
επιστροφή στα περιεχόμενα
Η Εισήγηση
που έγινε στα πλαίσια της Σχολής Γονέων του Ι. Ναού Αγίων
Αναργύρων Ηλιουπόλεως στις 12 Ιανουαρίου του 2004. Δημοσιεύτηκε
στο βιβλίο: Σχολών Γονέων Κέντρου Στήριξης Οικογενείας
Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, Αθήνα 2004 σ. 91-98.
Ο
μακαριστός γέροντας Παΐσιος
διακήρυσσε ότι «οι γονείς, οι πνευματικοί και οι εκπαιδευτικοί»
δεν πρέπει να επεμβαίνουν στις επιλογές και τις αποφάσεις των
νέων. «Η απόφαση για την ζωή που θα ακολουθήσουν (οι νέοι)
πρέπει να είναι δική τους. Όλοι οι άλλοι απλές γνώμες μόνον
μπορούμε να εκφράσουμε και το μόνο δικαίωμα που έχουμε είναι να
βοηθούμε τις ψυχές να βρούν το δρόμο τους. Μερικές φορές όταν
συζητάω με νέους που προβληματίζονται πάνω στο θέμα (να
διαλέξουν ποια ζωή είναι στα μέτρα τους), ενώ βλέπω την ζυγαριά
προς τα πού γέρνει δεν τους το λέω, για να μην τους επηρεάσω.»
Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου Λόγοι Δ,΄ Εκδ. Ι.Ησυχαστηρίου
«Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης 2002, σ.
23.
|