Καθηγητής – μαθητής
Μια μοναδική συμβουλευτική σχέση
...κάποιες φορές
ανεκμετάλλευτη
Στέφανου Χρ.
Κουμαρόπουλου
Δρ. Παν. Αθηνών
Υπευθύνου Συμβουλευτικού Σταθμού Νέων Δ΄ Αθήνας
Για μια καλύτερη σχέση
Για να μπορέσουμε να γίνουμε παιδαγωγοί και σύμβουλοι των εφήβων θα
πρέπει πρώτα να φροντίσουμε να εγκαταστήσουμε μια γνήσια σχέση μαζί τους.
Φοβάμαι δυστυχώς ότι πολλές φορές η σχέση καθηγητή-μαθητή είναι μια
ανεκμετάλλευτη σχέση. Ο μεγάλος αριθμός μαθητών μέσα στην τάξη, οι λίγες
ώρες παραμονής των εκπαιδευτικών μέσα στο Σχολείο, ο φόρτος εργασίας (καθηγητών
και μαθητών) κ.α. μπορεί να συμβάλλουν σ’ αυτό. Για να έχουμε καλύτερη
επικοινωνία τόσο με την ομάδα της τάξης όσο και με τον κάθε μαθητή
ξεχωριστά πρέπει να γίνει πιο ουσιαστική σχέση μας μαζί τους. Αυτό
μπορεί να συμβεί όταν:
·
Η σχέση μας είναι
προσωπική. Κάθε μαθητής είναι ένας ξεχωριστός και μοναδικός κόσμος και
έχει ανάγκη μια εξατομικευμένη προσέγγιση. Οι γενικεύσεις και οι
αφορισμοί πρέπει να αποφεύγονται.
·
Η καθοδήγησή μας
ανταποκρίνεται (τις περισσότερες φορές) σε αίτημα δικό τους ή των
οικογενειών τους. Η άκαιρη ή απρόσκλητη ή η δημόσια συμβουλή (π.χ. μέσα
στην τάξη) μπορεί να έχει αρνητικά αποτελέσματα.
·
Επιδεικνύουμε
συμπάθεια και ευσπλαχνία προς όλους (κάθε επίδοσης, κάθε διαγωγής, κάθε
φυλής, φύλου, κοινωνικής κατάστασης κ.α.).
·
Είναι φυσικό κάποιους
μαθητές να τους συμπαθούμε περισσότερο θα πρέπει αυτό να το δείχνουμε
όσο το δυνατόν λιγότερο για να μην αποθαρρύνουμε και τους υπολοίπους.
·
Ακόμη περισσότερο
πρέπει να συγκρατούμε τα ακραία αισθήματα θυμού και απόρριψης σε
κάποιους ζωηρούς ή χαμηλών επιδόσεων μαθητές.
·
Τα παράπονά μας για
τις επιδόσεις ή την συμπεριφορά ενός τμήματος δεν τα εκφράζουμε
υποτιμώντας και αποδοκιμάζοντας ένα τμήμα. Υπάρχει κίνδυνος να
υιοθετήσουν οι μαθητές ακριβώς αυτή τη συμπεριφορά και την επίδοση την
οποία εμείς ως «ειδικοί» εκφράζουμε. Άλλωστε ο ρόλος ο δικός μας είναι
ακριβώς να διορθώσουμε όλα αυτά και όχι να τα παγιώσουμε.
·
Τμήματα με μέτριους
μαθητές τα επαινούμε συχνότερα (όταν διακρίνονται σε κάποιες εκδηλώσεις)
ώστε να ρίχνουμε τους μαθητές τους στο φιλότιμο. Είναι κρίμα να χάνεται
η ευκαιρία να πλησιάσουμε κάποιους μαθητές επειδή έχουμε υιοθετήσει
άθελά μας κάποια στερεοτυπική αντίληψη για ένα τμήμα ή για κάποιους
μαθητές.
·
Στις χαμηλές επιδόσεις
των μαθητών ενός τμήματος να αναλαμβάνουμε και τις προσωπικές μας
ευθύνες. Άλλωστε οι γραπτές και οι προφορικές εξετάσεις δεν γίνονται
μόνο για να αξιολογηθούν οι μαθητές. Αξιολογούμε και επαναπροσδιορίζουμε
και εμείς οι εκπαιδευτικοί τον τρόπο παρουσίασης του μαθήματός μας αλλά
και τον τρόπο που εξετάζουμε τους μαθητές.
(επιστροφή στα περιεχόμενα)
Το βλέμμα του εκπαιδευτικού είναι στάση ζωής
·
Η μη λεκτική
επικοινωνία του κάθε εκπαιδευτικού είναι πολύ σημαντική. Η σπλαχνική
ματιά κάνει θαύματα στην ψυχή του μαθητή:
«
Μόνο γιατί τα μάτια σου με
κοίταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξης μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με
κοίταξαν.»
(στίχοι από ποίημα της Μαρία
Πολυδούρη)
·
Το κοίταγμα με «την
ψυχή στο βλέμμα» είναι το βλέμμα του παιδαγωγού που δεν είναι αδιάφορο,
ψυχρό, άψυχο αλλά προέρχεται μέσα από τα σωθικά μας. Ενθαρρύνει τους
μαθητές γύρω του, δίνει ευκαιρίες, διώχνει το φόβο από τις καρδιές τους,
φέρνει τη χαρά και την αισιοδοξία.
·
Το βλέμμα του Καθηγητή
δεν πρέπει μένει στην επιφάνεια. Πάντα οφείλει να διαβάζει τα μάτια και
τη στάση του σώματος των μαθητών του. Όχι μόνο ν’ ακούει αλλά και να
βλέπει, να παρατηρεί τους μαθητές του. Τα πιο σοβαρά προβλήματά τους τα
μαρτυρούν η στάση του σώματός τους και τα μάτια του.
·
Χρειάζεται πολύ σύνεση,
διάκριση και προσοχή. Συχνά όταν ο μαθητής πλησιάζει έναν εκπαιδευτικό
για άλλα παραπονιέται και στην ουσία άλλα τον απασχολούν (που είναι πολύ
πιο σοβαρά).
(επιστροφή στα περιεχόμενα)
Πώς
καθοδηγούμε ή συμβουλεύουμε;
·
Το πιο σημαντικό στη
συμβουλευτική συνάντησή μας με ένα μαθητή (ή τον γονιό του) δεν είναι να
μιλήσουμε εμείς. Χρειάζεται πρώτα ν’ ακούσουμε με προσοχή τι έχουν να
μας πουν.
·
Οι απαντήσεις των
εκπαιδευτικών που συμβουλεύουν μαθητές δεν πρέπει να είναι στερεοτυπικές
και γενικόλογες αλλά εξατομικευμένες και συγκεκριμένες. Αυτές που
αφορούν το συγκεκριμένο πρόσωπο απέναντί του.
·
Οι γενικοί
χαρακτηρισμοί προς γονείς και μαθητές (επιπόλαιος, οκνηρός, αναιδής,
ανώριμος) πρέπει να αποφεύγονται. Είναι καλύτερα να δίνουμε πληροφορίες
ακριβείς και χωρίς διάθεση κατάκρισης. «Δεν έχει πει μάθημα» ή, «δεν
έχει γράψει καλά» ή «δεν συμμετέχει στην τάξη» κ.α.
·
Χρειάζεται η
συμπεριφορά του εκπαδευτικού να είναι μετρημένη και ελεγχόμενη χωρίς
αλαζονεία, αυτάρκεια ή αυταρέσκεια, που είναι οι μεγαλύτεροι εχθροί του
εκπαιδευτικού που θέλει να προσεγγίσει και να βοηθήσει τους μαθητές του.
·
Καλό είναι να
παραπέμπει και σε άλλους: συναδέλφους, ειδικούς παιδαγωγούς,
ιατροπαιδαγωγικές υπηρεσίες κ.α. όταν κρίνει ότι δεν επαρκεί ο ίδιος για
να κατευθύνει. Π.χ. ο συνάδελφος που έχει μετεκπαιδευτεί και διδάσκει το
Σ.Ε.Π. είναι καταλληλότερος να δώσει πληροφορίες και να συμβουλέψει
σχετικά με τα επαγγέλματα και τις κλίσεις των μαθητών.
·
Καλό είναι να ζητάει
και τη γνώμη των άλλων συναδέλφων του πριν διαμορφώσει κάποια άποψη για
κάποιον μαθητή. Επίσης θα πρέπει να απευθύνεται και σε ειδικούς (ψυχολόγους,
ειδικούς παιδαγωγούς κ.α.) όταν αδυνατεί να εξηγήσει κάποια συμπεριφορά
ή επίδοση μαθητή του.
·
Η ειλικρινής σχέση του
εκπαιδευτικού με το μαθητή και το πραγματικό ενδιαφέρον του γι’ αυτόν θα
καταστήσει δυνατό ένα διάλογο, που θα μπορέσει να στραφεί γύρω από
ορόσημα που καθορίζουν την ύπαρξη του (σχέδιο ζωής).
·
Όπως θα μας παρότρυνε
και ο πατέρας της συμβουλευτικής ο
Rogers
η στάση μας πρέπει να ξεφύγει από
μια αντίληψη, όπου πρωτεύουσα θέση έχει η καθοδήγηση και το τι θα πούμε
εμείς. Κέντρο του ενδιαφέροντος μας οφείλει να είναι ο συμβουλευόμενος
και όχι ο σύμβουλος ή η συμβουλή.
(επιστροφή στα
περιεχόμενα)
Αμφίδρομη
ωφέλεια
·
Και οι συμβουλευόμενοι
με τη σειρά τους και με τον τρόπο τους διδάσκουν τους συμβούλους τους
αρκεί να υπάρχει ευήκοον ους. Τους εκπαιδεύουν σε καταστάσεις και σε
εμπειρίες που ποτέ μέσα από τη θεωρητική τους κατάρτιση δε θα
φαντάζονταν.
·
Η Στάση ζωής του
συμβούλου οφείλει να οδηγήσει το σύμβουλο στο να έχει ευήκοον ους και
στα δικά του λεγόμενα και στο πώς ενδεχομένως να ακουσθούν από το
συμβουλευόμενο.
·
Το παραπάνω μας
υποδεικνύει την αναγκαιότητα και τα οφέλη μιας αμφίδρομης επικοινωνίας.
Χρειάζεται λιγότερο να μιλάμε και περισσότερο να ακούμε τους μαθητές μας.
(επιστροφή
στα περιεχόμενα)
Συμπέρασμα
Σήμερα
όπως συμβαίνει τόσο στην Παιδαγωγική όσο και στη Συμβουλευτική επιστήμη
διαπιστώνουμε μια μετάβαση από την έννοια της αυθεντίας του
παιδαγωγού-συμβούλου στην έννοια του συμβούλου διευκολυντή. Οι ανάγκες
της σύγχρονης κοινωνίας μας οδηγούν σε ένα σύμβουλο-παιδαγωγό περάτη και
όχι «απόλυτο καθοδηγητή». Οι σύγχρονοι εκπαιδευτικοί-σύμβουλοι οφείλουν
να αποδεχθούν το νέο τους ρόλο, να διευκολύνουν τα περάσματα, τη
διαπόρθμευση. Να αναδειχθούν σε μεσολαβητές που ευνοούν την ολοκλήρωση
των δεδομένων σε πληροφορίες, των πληροφοριών σε γνώσεις, των γνώσεων σε
σοφία και της σοφίας σε πολιτισμό.
(επιστροφή
στα περιεχόμενα) |