Ταχυδρομική Διεύθυνση:
Αγ. Ανδρέα 2 & Κοραή
171 22 ΝΕΑ ΣΜΥΡΝΗ Τηλ. 210 93 74 322
Φαξ 210 93 74 559



 


E- mail:
 ssneond@sch.gr

 


Δημιουργία -
 ιστότοπου:

π. Ιωσήφ Ταγαράκης

 

Διαχείριση ιστότοπου:

Στ. Κουμαρόπουλος

 

ευχαριστούμε την

 κ. Κων/να Κλάδη

για τη βοήθειά της στην ανανέωση της ιστοσελίδας μας.

Κείμενα που ενδιαφέρουν...

 

Η ΣΚΙΑΓΡΑΦΗΣΗ ΤΩΝ ΣΗΜΕΡΙΝΩΝ ΕΦΗΒΩΝ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΣ

Συμβουλευτική Αξιοποίηση1

 

του

Στέφανου Χρ. Κουμαρόπουλου

Θεολόγου Καθηγητού
Διδάκτορος Πανεπιστημίου Αθηνών
με ειδίκευσησε θέματα ψυχοπαιδαγωγικής  συμβουλευτικής
Υπευθύνου Συμβουλευτικού Σταθμού Νέων Δ΄ Αθήνας

 

Η ποιότητα και η αποτελεσματικότητα της συμβουλευτικής παρέμβασης του γονιού ή του παιδαγωγού σε μεγάλο βαθμό θα βασισθεί στην ορθή γνώση εκ μέρους τους των αποδεκτών της συμβουλευτικής τους δηλαδή των σημερινών εφήβων. Η σκιαγράφηση μπορεί να γίνει μέσα από τα δεδομένα κοινωνικών και ψυχολογικών ερευνών-περιγραφών. Εξαρχής πρέπει να τονισθεί ότι απαιτείται ιδιαίτερη διάκριση και προσοχή στην πρόσληψη και στην αξιοποίηση των ερευνών αυτών.

Αρχικά μέσα από τη μελέτη της σχέσης των νέων με τη Θρησκεία μπορεί να διαπιστωθεί ότι οι συνέπειες της νεωτερικότητας έχουν επηρεάσει τόσο την κοινωνία στο σύνολο της όσο και τη νεολαία. Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε μια σημαντική στροφή των νέων, οι οποίοι θεωρούν τη θρησκεία όλο και πιο σημαντική, χωρίς αυτή η τοποθέτηση τους να σημαίνει πάντα μια θρησκευτικότητα που να αποδεικνύεται και στον καθημερινό τρόπο ζωής.

Παράλληλα φαίνεται με τον καιρό να ενισχύεται η εμπιστοσύνη τόσο του μαθητικού πληθυσμού όσο και του γενικού πληθυσμού προς την Εκκλησία. Σε πρόσφατες έρευνες[1] (1999-2004) φαίνεται η Εκκλησία να βρίσκεται στις πρώτες θέσεις από πλευράς εμπιστοσύνης για τους νέους. Σύμφωνα με αυτές 8 στους 10 νέους εμπιστεύονται την Ορθόδοξη Ελληνική Εκκλησία ως θεσμό. Από κάποιους μελετητές ερμηνεύεται αυτή η στροφή και ως αναβίωση της «πίστης» μας στην πολιτιστική μας κληρονομιά, που εκδηλώνεται με μια εντονότερα συγκινησιακά φορτισμένη έκφραση της αγάπης μας για τις παραδόσεις. Όμως από την άλλη αρκετοί είναι και εκείνοι που πιστεύουν ότι η στροφή των νέων ηλικιών στις παραδοσιακές αξίες και στη θρησκεία, οφείλεται ως ένα βαθμό και στην απουσία πλέον ιδεολογιών και προτάσεων ζωής, που μπορούν να συναρπάσουν τους νέους ανθρώπους.

Όσον αφορά στον εκκλησιασμό των μαθητών παρατηρούμε στις τελευταίες έρευνες να είναι αρκετά υψηλός μολονότι παρατηρούνται μεγάλες αποκλίσεις κυρίως ως προς τον εκκλησιασμό των μαθητών του Γυμνασίου και των μαθητών του Λυκείου. Ένα άλλο στοιχείο που είναι αξιοπρόσεκτο στις έρευνες είναι ότι όσο απομακρυνόμαστε από τις αγροτικές, τις ημιαστικές και αστικές περιοχές προς τις μεγάλες πόλεις της Θεσσαλονίκης και κυρίως της Αθήνας, το ποσοστό των νέων που δεν εκκλησιάζονται συχνά (ή δεν εκκλησιάζεται καθόλου) αυξάνει πολύ σημαντικά. Η άποψη μας πάντως είναι ότι δεν μπορεί η θρησκευτικότητα των νέων να μετρηθεί μόνο από τη συχνότητα του εκκλησιασμού τους. Άλλωστε και αυτοί οι οποίοι δηλώνουν ότι δεν πηγαίνουν στην Εκκλησία όταν καλούνται να δηλώσουν «πόσο σημαντική είναι για τη ζωή τους η θρησκεία» σε ποσοστό πάνω από 80% απαντούν θετικά.

Η θετική στάση των νέων απέναντι στην Ορθόδοξη Παράδοση, εξηγείται από το γεγονός ότι η ελληνική ορθοδοξία αποτέλεσε και αποτελεί ένα μέρος της πολιτιστικής ιστορίας του τόπου ενεργό, ώστε οι νέοι να δείχνουν μεγάλη προσήλωση προς το ορθόδοξο χριστιανικό πρότυπο ζωής. Φαίνεται πως και σήμερα οι  αξίες και οι ιδέες της ορθοδοξίας ενσταλλαγμένες στη συνείδηση και στη νοοτροπία των νέων διατηρούν αμείωτη την ισχύ τους. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι αυτή η υιοθέτηση του συγκεκριμένου συστήματος αρχών και αξιών της Ορθόδοξης Παράδοσης από τους νέους δεν σημαίνει και την αυστηρή τήρηση αυτών των αρχών. Φαίνεται μάλλον η επίδραση των «αξιών» της νεωτερικότητας, του καταναλωτισμού και της παγκοσμιοποίησης έχουν βαθιά επίδραση στην καθημερινή ζωή των νέων. Έτσι για τους περισσότερους νέους η αποδοχή της χριστιανικής ορθοδοξίας δεν συνοδεύεται απαραίτητα και από την αποδοχή των πρακτικών της. Δηλαδή πιο μεγάλη επίδραση έχει η ελληνική ορθοδοξία ως σύμβολο θρησκευτικής και πολιτισμικής ταυτότητας, παρά σε επίπεδο πρακτικών (πόσο συχνά εκκλησιάζονται, προγαμιαίες σχέσεις κ.α.).

Η θρησκευτικότητα των μαθητών παίζει πολύ σπουδαίο θετικό ρόλο στην ενίσχυση του βαθμού αισιοδοξίας και ικανοποίησης από τη ζωή, σύμφωνα με τα στοιχεία που προκύπτουν από πρόσφατη εμπειρική έρευνα. Ακόμη αξιοσημείωτο είναι το ότι οι νέοι που εκκλησιάζονται δείχνουν ζωηρότερο ενδιαφέρον για την πολιτική σε σχέση με αυτούς που δεν εκκλησιάζονται. Όλα αυτά αποτελούν σπουδαία δεδομένα, που συνηγορούν υπέρ της ρεαλιστικότητας της Ορθόδοξης «Πρότασης ζωής», επομένως και της ορθόδοξης χριστιανικής καθοδήγησης που μπορεί να προσφέρει ο γονιός ή ο παιδαγωγός. Από τα παραπάνω αποτελέσματα φαίνεται ότι η πρόταση ζωής της Ορθοδοξίας δεν αλλοτριώνει τους νέους. Αντίθετα τους εμπνέει μια αισιόδοξη προοπτική για το μέλλον, ενώ τους προτρέπει να επιδείξουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την πολιτική.

Αν προχωρήσουμε να δούμε και στις αντιλήψεις των νέων για την οικογένεια θα διαπιστώσουμε ότι για τους νέους η οικογένεια είναι η πλέον κυρίαρχη και εδραιωμένη κοινωνική αξία. Ίσως αυτή η τοποθέτηση τους να οφείλεται και στο γεγονός ότι αισθάνονται ασφάλεια στους κόλπους της, λόγω των οικονομικών προβλημάτων και της υψηλής ανεργίας που αντιμετωπίζουν ή θα αντιμετωπίσουν. Γεγονός πάντως είναι ότι οι σημερινοί νέοι ανεξαρτητοποιούνται από την πατρική  οικογένεια πάρα πολύ αργά. Οι λόγοι είναι τόσο η παράταση της διάρκειας των σπουδών τους όσο και οι συνθήκες που επικρατούν στην αγορά εργασίας.

Οι σημερινοί μαθητές φαίνεται να πιστεύουν πάρα πολύ στην πατρίδα, ενώ δείχνουν επιφυλακτικοί στην παγκοσμιοποίηση. Τους νέους επίσης συναρπάζουν η αξία της κοινωνικής ισότητας και της δικαιοσύνης ενώ στιγματίζουν τον ατομικισμό, τον οποίο όμως υπερασπίζονται όταν πρόκειται για την προσωπική τους εξέλιξη. Αν και οι νέοι τοποθετούν τη δημοκρατία μεταξύ των «πολύ σημαντικών αξιών για διάδοση στην κοινωνία», όμως σε πολύ μεγάλο ποσοστό θεωρούν ότι οι πολιτικοί απογοητεύουν τον κόσμο. Ίσως και γι’ αυτό 7 στους 10 μαθητές δηλώνουν ότι δεν ενδιαφέρονται για την πολιτική.

Τα σημαντικότερα προβλήματα που απασχολούν τη γενιά των νέων σήμερα φαίνεται να είναι η ανεργία, τα ναρκωτικά και ο αλκοολισμός, οι ευκαιρίες μόρφωσης και η επαγγελματική αποκατάσταση. Ταυτόχρονα η νεολαία ασκεί έντονη κριτική απέναντι στην σύγχρονη ελληνική κοινωνία, η οποία κατά τη γνώμη τους χρειάζεται βαθιές αλλαγές. Ειδικότερα σε υψηλά ποσοστά οι νέοι διαπιστώνουν την ύπαρξη εκτεταμένης διαφθοράς, και αυθαιρεσίας. Θεωρούν ότι δεν υπάρχει αξιοκρατία, ενώ έχουν τη γνώμη ότι απουσιάζουν οι ευκαιρίες για τους νέους και η ευαισθησία για τους αδύνατους.

Οι νέοι σήμερα φαίνεται να επιδιώκουν κυρίως την ελευθερία, τη δημιουργικότητα, τη συναρπαστική ζωή, τον πλούτο και τις ανέσεις. Άλλη κυρίαρχη επιδίωξη τους είναι η αληθινή φιλία ενώ μέσα στους στόχος τους είναι και οι στενές σχέσεις με τα πρόσωπα της οικογένειας και η οικογενειακή τους γαλήνη. Η πρώτη σε συχνότητα ψυχαγωγία των εφήβων είναι η τηλεόραση, ενώ η δεύτερη πιο συχνή φαίνεται να είναι ο αθλητισμός. Ο κυριότερος τρόπος που διασκεδάζουν με τους φίλους τους οι μεγαλύτεροι έφηβοι είναι τα μπαράκια, οι ντίσκο, οι καφετέριες και η παρακολούθηση  ταινιών στον κινηματογράφο. Ελάχιστοι φαίνεται να διαβάζουν εξωσχολικά βιβλία και όχι πάρα πολλά.

Οι σημερινοί έφηβοι, επίσης, θεωρούν τις σχέσεις τους με το άλλο φύλο ως την πιο σημαντική παράμετρο στη ζωή τους. Οι περισσότεροι δηλώνουν ότι έχουν πολύ καλές σχέσεις με το άλλο φύλο. Οι περισσότεροι νέοι (8 στους 10) φαίνεται από ό,τι δηλώνουν να έχουν πολύ καλές σχέσεις με τους γονείς τους. Εξαίρεση αποτελεί ένα ποσοστό περίπου 25% κοριτσιών 15-19 ετών, που φαίνεται να έχει προβλήματα στις σχέσεις με τον πατέρα. Σαφώς οι νέοι διαχωρίζουν τα θέματα που συζητούν με τους γονείς από αυτά που τους απασχολούν με τους φίλους. Θέματα οικογενειακά, σχολείου, οικονομικά-πολιτικά οι νεαροί μαθητές τα συζητούν με τους γονείς. Θέματα ερωτικά-συναισθηματικά, ψυχαγωγίας, αθλητικά τα συζητούν με τους φίλους τους. Σε κρίσιμες και δύσκολες περιστάσεις της ζωής θέλουν κυρίως να στηρίζονται στους γονείς τους. Οι φίλοι τότε έρχονται σε δεύτερη μοίρα, ενώ ελάχιστοι νέοι θα κατέφευγαν στους συγγενείς τους για συμβουλευτική και στήριξη.

Τι γίνεται όμως με τη σχέση καθηγητών-μαθητών; Μικρός αριθμός εκφράζει μια επιφυλακτική στάση απέναντι τους (15%) ενώ σε γενικές γραμμές ένας στους δύο εφήβους δηλώνει την ανυπαρξία προβλημάτων στη σχέση του με τους καθηγητές. Οι περισσότεροι νέοι θέλουν τους εκπαιδευτικούς να δείχνουν κατανόηση, να είναι φιλικοί, να συζητούν τα προβλήματα τους, να μην είναι πιεστικοί, να δείχνουν ενδιαφέρον, να είναι ψυχολόγοι, να διδάσκουν καλά, χαρούμενοι, συνεργατικοί, να είναι πιο ευγενείς, πιο δίκαιοι στη βαθμολογία και να τους πλησιάζουν. Σε βασικές επιλογές ζωής το 1/3 των νέων δηλώνουν πως επηρεάζονται από τους καθηγητές και κυρίως σε θέματα σπουδών και επαγγελματικού προσανατολισμού.

            Για να γνωρίσει όμως ο παιδαγωγός ακόμη καλύτερα τον μαθητή, με τον οποίο καλείται να επικοινωνήσει είναι αναγκαίο να μελετήσει και να εμβαθύνει στις ψυχολογικές έρευνες. Ο μαθητής του Γυμνασίου και του Λυκείου στον οποίο απευθύνεται ο γονίος ή ο καθηγητής, βρίσκεται στη περίοδο της εφηβείας. Η εφηβεία που είναι μια μεταβατική φάση ανάμεσα στην παιδική ηλικία και την ενηλικίωση είναι μια από τις πιο κρίσιμες και της πιο περίπλοκες περιόδους της ζωής του ανθρώπου. Κατά τη διάρκεια της σημειώνονται ραγδαίες μεταβολές στο βιοσωματικό, στο νοητικό, στο συναισθηματικό και τον κοινωνικό τομέα της ζωής του νεαρού μαθητή ενώ ο νέος προσπαθεί για πρώτη φορά στη ζωή του να διαμορφώσει την προσωπική του ταυτότητα.

Οι σύμβουλοι-καθηγητές οφείλουν να γνωρίζουν ότι οι μαθητές που βρίσκονται στην εφηβεία διέρχονται μια περίοδο έντονων βιοσωματικών μεταβολών, η οποία είναι πιθανόν να επηρεάσει τη συμπεριφορά τους, τις στάσεις τους, τις εναλλαγές στη διάθεση τους και τη δυνατότητα συγκέντρωσης τους. Στον νοητικό τομέα έχουμε, όχι απλώς την αύξηση των γνώσεων αλλά τη βαθύτερη κατανόηση των προς γνώση αντικειμένων και μεγαλύτερη ανάπτυξη της συλλογιστικής και κριτικής τους ικανότητας. Οι έφηβοι μπορούν πλέον να επιδοθούν σε αφηρημένες σκέψεις. Στην ικανότητα της αφηρημένης σκέψης οφείλεται και ο λεγόμενος εφηβικός ιδεαλισμός. Οραματίζονται ένα κόσμο χωρίς βία, πόλεμο, αδικία και απειλή πυρηνικού ολέθρου. Ιδιαίτερα οι θεολόγοι ή οι πνευματικοί σύμβουλοι οι οποίοι γνωρίζουν ότι οι θεολογικές έννοιες ανήκουν σ’ αυτή την κατηγορία των αφηρημένων σκέψεων και απαιτούν αυξημένη νοητική ωριμότητα, μπορούν να αξιοποιήσουν τις νέες πνευματικές ικανότητες των νέων για να τους μυήσουν στα πνευματικά νάματα της Πίστεως μας. Παράλληλα αξιοποιώντας τον ιδεαλισμό των νέων και τις αναζητήσεις τους για αλήθεια, δικαιοσύνη, αγάπη κ.α. να τους συναρπάσουν με τις ανώτερες αξίες και τα ιδανικά της Ορθόδοξης Παράδοσης μας.

Ως αποτέλεσμα των επιτευγμάτων που περιγράφηκαν παραπάνω η νοητική ωρίμαση φέρνει μαζί της και τη σύγχυση. Τα πιο συνήθη εγωκεντρικά σφάλματα - γνωστικές αδυναμίες που παρουσιάζονται κατά τη διάρκεια της εφηβείας είναι: α) Η πίστη σ’ ένα «φανταστικό ακροατήριο», σύμφωνα με την οποία μερικοί έφηβοι νομίζουν ότι οι άλλοι τους παρακολουθούν συνεχώς και τους κρίνουν για ό,τι κάνουν. Άλλοτε τους αποδοκιμάζουν και άλλοτε είναι εχθρικοί απέναντι τους. β) Ο έφηβος συχνά πιστεύει στον «προσωπικό μύθο» του, δηλαδή ότι είναι ξεχωριστό και κανείς άλλος δεν μπορεί να νιώσει και να καταφέρει ότι αυτός. Ο νοητικός εγωκεντρισμός με τις διάφορες εκφάνσεις του μπορεί να δημιουργήσει διάφορα «προβλήματα» και όσον αφορά στη σχέση του εφήβου με τη Θρησκευτική πίστη. Η θρησκευτική πίστη του εφήβου ανάλογα και με τον παιδαγωγικό και συμβουλευτικό χειρισμό ή θα αρχίσει να εξασθενεί ή θα γίνει πιο πραγματική και προσωπική.

Η διαμόρφωση της ταυτότητας είναι άλλο πολύ σημαντικό αποτέλεσμα της νοητικής του ωρίμασης. Καλείται ο έφηβος να κάνει τις επιλογές του και να αφοσιωθεί στην υλοποίηση τους. Οι επιλογές αυτές έχουν να κάνουν με τα βασικά θέματα ζωής όπως σπουδές, εργασία, διαπροσωπικές σχέσεις, ερωτική συμπεριφορά, οικογένεια, ηθική τάξη κ.α.

Ερχόμενοι τώρα στο συναισθηματικό τομέα διαπιστώνουμε ότι η εφηβεία είναι περίοδος εσωτερικού αναβρασμού και συναισθηματικής αναστάτωσης. Συχνά στους εφήβους παρατηρούνται τρομερές μεταπτώσεις. Άλλοτε είναι χαρούμενοι και εύθυμοι και άλλοτε δύσθυμοι και μελαγχολικοί. Σε καταστάσεις κρίσης, όπως διάλυση της οικογένειας, αλλαγή σχολείου, κάποια σοβαρή ασθένεια διαχειρίζονται δυσκολότερα τα συναισθήματα τους. Η καθοδήγηση ασφαλώς χρειάζεται εκ μέρους των παιδαγωγών για την αντιμετώπιση των εφηβικών μεταπτώσεων. Οι έφηβοι χρειάζονται τους ώριμους συμβούλους αλλά στο χρόνο και με τον τρόπο που αυτοί θέλουν. Τόσο η απάθεια και αδιαφορία όσο και η συνεχής παρέμβαση των παιδαγωγών είναι στάσεις συμβουλευτικής τακτικής που πρέπει να αποφεύγονται.

 Σημαντικές επίσης είναι οι αλλαγές που εμφανίζονται και στον κοινωνικό τομέα της ζωής του εφήβου, αφού η εφηβική ηλικία είναι η κατεξοχήν περίοδος ανάπτυξης του κοινωνικού αισθήματος. Στη δύσκολη αυτή περίοδο που οι έφηβοι απομακρύνονται από τους γονείς τους, για να αποκτήσουν ανεξαρτησία, είναι πολύ σημαντικό να επωφεληθούν από τη συμβουλευτική συνετών ενηλίκων εκπαιδευτικών και πνευματικών, που είναι πρόθυμοι ανυστερόβουλα να ασχοληθούν μαζί τους. Ειδικότερα οι παιδαγωγοί μπορούν να βοηθήσουν τους μαθητές να αντιμετωπίσουν τους φόβους τους, τους προβληματισμούς τους, τις εξαρτήσεις τους και να αντικρίσουν με αισιοδοξία τη ζωή. Ακόμη μπορούν να προσφέρουν πολύτιμη βοήθεια σε απογοητευμένους και μοναχικούς εφήβους, που έχουν απορριφθεί από την ομάδα των συνομηλίκων. Η σωστή καθοδήγηση από καταρτισμένους συμβούλους και οι ευκαιρίες ομαδικής ζωής στο κατηχητικό, στο σχολείο, κ.α. είναι παράγοντες που μπορούν να βοηθήσουν αποτελεσματικά στην υγιή κοινωνικοποίηση του εφήβου μαθητή.

Η εφηβεία είναι η εποχή που ανακαλύπτει ο άνθρωπος τις μεταφυσικές αξίες και σχηματίζει το «πιστεύω» του και την κοσμοθεωρία του. Η θρησκευτικότητα του προχωράει μέσα από συνεχείς απορρίψεις και ανακατατάξεις προσωπικής μορφής και δυναμικής. Η θρησκευτική πίστη των περισσοτέρων εφήβων είναι περισσότερο αφηρημένη. Η θρησκευτικότητα του εφήβου φαίνεται να χωρίζεται σε δυο περιόδους. Η πρώτη εφηβεία είναι η ηλικία των μεγάλων ερωτημάτων γύρω από την ύπαρξη του Θεού. Στην ώριμη εφηβεία ο νέος είτε εγκαταλείπει τη θρησκευτική θεώρηση της ζωής και του κόσμου είτε προχωρεί στη δημιουργία μιας προσωπικής θρησκευτικότητας. Συχνά βέβαια έχουμε και εφήβους που συνεπαίρνονται από ακραίες θρησκευτικές δοξασίες, τελετουργίες και δόγματα. Καταλήγουν να πειραματίζονται με μυστικές εμπειρίες ανατολικών θρησκειών ή σατανικών τελετών, προκειμένου να αναπληρώσουν την παρηγοριά και την ασφάλεια που θα τους προσέφερε μια υγιής θρησκευτική πίστη. Ο παιδαγωγός και o πνευματικός σύμβουλος των νέων έχει καθήκον να σταθεί αρωγός στην προσπάθεια των εφήβων μαθητών να διαμορφώσουν την προσωπική θρησκευτική τους ταυτότητα.

 Η Πίστη σ’ αυτή την ηλικία της εφηβείας πρέπει να εφοδιάζει το νέο με ένα συνεπή προσανατολισμό, εν μέσω τόσο περίπλοκων και ποικίλων δεσμεύσεων. Η Πίστη πρέπει να συνδυάζει αξίες και πληροφόρηση, που θα διασφαλίζουν για το νέο μια σταθερή βάση για την κατάκτηση της προσωπικής του ταυτότητας και τη διαμόρφωση της προσωπικής του προοπτικής. Οι παραπάνω θέσεις του J. Fowler είναι πολύτιμες για το θεολόγο-σύμβουλο και ασφαλώς πρέπει να συνδυασθούν και με τα δεδομένα των δικών μας «κλινικών» ευρημάτων, που προκύπτουν από τα Πατερικά κείμενα, του Νηπτικούς Πατέρες, τα Γεροντικά. Χρειάζονται συγχρόνως οι παιδαγωγοί να αφομοιώσουν τα πρότυπα της Παράδοσης μας αλλά και των ψυχοκοινωνικών ερευνών, ώστε να μπορέσουν να είναι αρωγοί των εφήβων στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν προκειμένου να φθάσουν στην θρησκευτική τους ωριμότητα. Ο γονιός και ο πνευματικός σύμβουλος οφείλουν να εφοδιάζουν το νέο με ένα συνεπή προσανατολισμό, μέσω του οποίου θα εμπεδώνει τις πραγματικές αξίες της ζωής και θα ωθείται στην κατάκτηση της προσωπικής του ταυτότητας και τη διαμόρφωση του προσωπικού του σχεδίου ζωής.  Γονιών και των παιδαγωγών

 Η εκ μέρους των παιδαγωγών κατανόηση των ψυχολογικών παραγόντων που επηρεάζουν τις σχέσεις μαθητών καθηγητών, θα τους βοηθήσει να είναι ωριμότεροι στο έργο της συμβουλευτικής που καλούνται να ασκήσουν. Υπάρχουν ψυχικές αντιδράσεις και συμπεριφορές των εφήβων, που έχουν αντίκτυπο στη σχέση τους με τους καθηγητές. Για παράδειγμα η αμφιθυμία των εφήβων απέναντι στους καθηγητές, η οποία αποτελεί συνήθη αντανάκλαση των αντιφατικών συναισθημάτων που τρέφουν για τους γονείς τους. Η εναλλαγή καλοσυνάτης και αντιδραστικής συμπεριφοράς, φιλικής και εχθρικής στάσης, τάσεων εξάρτησης και απομάκρυνσης είναι πιθανές εναλλακτικές συμπεριφορές που μπορεί να συναντήσει ο εκπαιδευτικός στον ίδιο το μαθητή.

Οι καθηγητές γίνονται συχνά αντικείμενο θαυμασμού, κυρίως όταν είναι ενθουσιώδεις με το αντικείμενο που διδάσκουν. Οι έφηβοι δεν τρέφουν μόνο αισθήματα θαυμασμού για τον καθηγητή «αυθεντία» αλλά ταυτόχρονα και αμφισβήτηση και ζήλια. Ο θαυμασμός, που συνυπάρχει με τη ζήλια, τους κάνει να προσπαθούν να βρουν ψεγάδια στον εκπαιδευτικό, για να τον κάνουν να νιώσει άσχημα, έτσι όπως νιώθουν και οι ίδιοι πολλές φορές. Γι’ αυτό είναι σημαντικό στους συμβούλους καθηγητές να μην παίρνουν προσωπικά είτε το θαυμασμό είτε την αμφισβήτηση των εφήβων, αλλά να κατανοούν τη βαθύτερη ερμηνεία των στάσεων και συμπεριφορών των μαθητών τους.

Οι έφηβοι φαίνεται να έχουν ανάγκη από μια συμβουλευτική που θα βασίζεται σε υγιείς αρχές και η οποία θα τους καθορίζει κάποια όρια. Τόσο με συγκεκριμένες ενέργειες τους όσο και σε δηλώσεις τους συχνά εκφράζουν την ανάγκη τους για μια συνεπή και καθοδηγητική παρουσία των καθηγητών δίπλα τους. Οι έφηβοι εμφανίζονται να έχουν ανάγκη την οριοθέτηση από κάποιον δυναμικό ενήλικο, που θα είναι το υποκατάστατο των γονεϊκών τους προτύπων. Ο έφηβος προσδοκάει ειδικά από τον καθηγητή-σύμβουλο παράδειγμα για να το ακολουθήσει και πρότυπο για να ταυτισθεί μαζί του. Αναμένει μια καθοδήγηση με σεβασμό στην προσωπικότητα του, διαπαιδαγώγηση, διδασκαλία αρχών και αξιών. Ταυτόχρονα επιθυμεί όλα αυτά να συνοδεύονται από συναισθηματική συμμετοχή του καθηγητή, αποδοχή, φιλικότητα και κατανόηση δίχως κατάργηση ρόλων και ορίων.


 

[1] Κυρίως αναφερόμαστε σε έρευνες του Εθνικού Κέντρου Ερευνών, μερικές από τις πιο σημαντικές είναι: ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ (Ε.Κ.Κ.Ε.) 2000 «Έθνος και Δημοκρατία στην Ελληνική Εκπαίδευση». Πρόκειται για Πανελλήνια Έρευνα αδημοσίευτη (αποθηκευμένη σε ηλεκτρονική μορφή) που διενεργήθηκε το Μάιο του 1999 σε 1200 μαθητές, 397 καθηγητές και 816 γονείς, για λογαριασμό του Κέντρου Εκπαιδευτικής Έρευνας του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων στα πλαίσια  προγράμματος ΕΠΕΑΕΚ. Επιστημονικός υπεύθυνος της έρευνας ήταν ο Καθηγητής Δ. Χαραλάμπης και συντονιστής ο κ. Π. Καφετζής. Παρουσιάσεις της Έρευνας βλ. και Μάστορα Ν. κ.α. Εφημ. «Τα Νέα» 7-12-2000 σ. 12-13 και 8-12-2000 σ. 8-9, επίσης Σωτήρχου Ι. Εφημ. Ελευθεροτυπία  7-12-2000, Στύλου Χ. Εφημ. «Η Καθημερινή» 7-12-2000 και «Γαλιλαίου» Εφημ. Τύπος της Κυριακής 10-12-2000 σ. 28. Επίσης ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ, έρευνα κοινής γνώμης την οποία διεξήγαγε για την Ελλάδα το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών. Ο χρόνος διεξαγωγής της έρευνας ήταν από 29 Ιανουαρίου έως 15 Μαρτίου του 2003 και υπεύθυνος - εθνικός συντονιστής του προγράμματος για την Ελλάδα ήταν ο Ιω. Βούλγαρης (κύριος ερευνητής του Ινστιτούτου Πολιτικής Κοινωνιολογίας). Η έρευνα έγινε σε 3227 νοικοκυριά σε όλη την Ελλάδα. Στοιχεία της έρευνας ανακοινώθηκαν από τον τύπο το Νοέμβριο του 2003 (Βλ. εφημ. «Η Καθημερινή», 6-11-2003, εφημ. «Τα Νέα» 6-11-2003 και εφημ. «Το Βήμα» 6-11-2003, εκτενείς αναφορές στην έρευνα. Επίσης βλ. εφημ. «Η Καθημερινή» 9-11-2003 σ. 11 (συνέντευξη του Απ. Λακάσα με τον Ιω. Βούλγαρη) και εφημ. Χριστιανική 5-2-2004, σ. 9 άρθρο του Μανώλη Δρετάκη.

 

 1Το άρθρο δημοσιεύτηκε στα Πρακτικά που εκδόθηκαν εκ μέρους των Σχολών Γονέων Κέντρου Στήριξης Οικογενείας Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, Αθήνα 2004 σ.13-20.

(επάνω - αρχή σελίδας)